Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της Eurostat δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά για την Ελλάδα
Ιδιαιτέρως ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για τη φτώχεια στην Ελλάδα, καθότι δείχνουν πως η χώρα μας βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση, συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της Eurostat δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά για την Ελλάδα. Μάλιστα, οι συνθήκες γίνονται ολοένα και δυσκολότερες, καθότι η ακρίβεια μεγαλώνει και οι ανατιμήσεις σε μια σειρά προϊόντων αναμένεται να συνεχιστούν και μέσα στους επόμενους μήνες, ιδίως σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα. Παράλληλα, το πλέον πρόσφατο μέγεθος του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ (το μέγεθος του έτους 2022) ανέρχεται στο 84% του αντιστοίχου του έτους 2010 (όταν ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα λιτότητας), ενώ η τελευταία διαφορά από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 είναι περίπου 2,1 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη διαφορά από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 που υφίστατο το 2010.
Οπως καταγράφεται σε ειδική έκθεση του ΚΕΠΕ, η τελευταία διαθέσιμη έρευνα του 2021 αφορά τα εισοδήματα του 2020, ενώ η νεότερη έρευνα (2022) δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα για όλες τις χώρες. Όπως εμφανίζεται στο Διάγραμμα, η Ελλάδα (28,3%) κατατάσσεται ως η χώρα με το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μετά τη Ρουμανία (34,5%) και τη Βουλγαρία (31,7%). Τέσσερις χώρες, Ελλάδα, Ισπανία, Λετονία και Ιταλία, βρίσκονται αρκετά κοντά, πάνω από το επίπεδο του 25%, ενώ μόλις τρεις βρίσκονται κάτω από το 15% (Φινλανδία, Σλοβενία και Τσεχία).
Αναφορικά με τους στόχους της ατζέντας «Ευρώπη 2030», σημειώνεται ότι, την περίοδο 2015-2018, η καταγεγραμμένη μείωση του συνολικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ε.Ε. υπολογίζεται σε 11,35 εκατομμύρια άτομα, ενώ κατά τα επόμενα δύο χρόνια (2018-2020) οι έρευνες εκτιμούν αύξηση κατά 3,36 εκατομμύρια άτομα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η αύξηση ήταν αναμενόμενη και οφειλόταν στην περίοδο της πανδημίας και στην απότομη παύση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η συσχέτιση με την απασχόληση
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αντίστοιχος δείκτης κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανάλογα με την κατάσταση απασχόλησης του συνολικού πληθυσμού. Ο Πίνακας παρουσιάζει τα αποτελέσματα της έρευνας 2021 (που αναφέρεται στα εισοδήματα 2020), διαχωρίζοντας το δείγμα σύμφωνα με το εάν εργάζεται ή όχι. Καθεμία εκ των δύο περιπτώσεων διακρίνεται περαιτέρω μεταξύ υποκατηγοριών. Κάθε ποσοστό που εμφανίζεται στον Πίνακα αφορά το πλήθος των ατόμων που ζουν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού προς το σύνολο του πληθυσμού της υποκατηγορίας στην οποία ανήκουν και οι συγκρίσεις πρέπει να γίνονται μεταξύ των χωρών.
Συγκεκριμένα, οκτώ χώρες καταγράφουν ποσοστό μεγαλύτερο του 10% στην περίπτωση της μισθωτής εργασίας. Όπως είναι εμφανές, οι χώρες έχουν σημαντική ετερογένεια μεταξύ τους. Στην Ελλάδα, το 12,2% των μισθωτών θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, καταλαμβάνοντας την 5η υψηλότερη θέση μαζί με την Ιταλία. Το αντίστοιχο φαινόμενο καταγράφεται πολύ πιο έντονα στην περίπτωση των μη μισθωτών εργαζομένων (26,9%), όπου η χώρα κατατάσσεται στην 6η υψηλότερη θέση, πολύ κοντά στη Λετονία (26,8%).
Οπως συμβαίνει και στις έρευνες των προηγούμενων ετών, σε αυτή την κατηγορία, η θέση της Ρουμανίας εμφανίζεται εξαιρετικά υψηλή (70,7%), συνεχώς διπλάσια από την εκάστοτε χώρα που καταλαμβάνει τη 2η θέση.
Ο μη εργαζόμενος πληθυσμός ταξινομείται μεταξύ ανέργων, συνταξιούχων και υπολοίπων (οικονομικά μη ενεργοί). Αναφορικά με τον πληθυσμό των ανέργων, παρατηρείται ότι πολλές χώρες της ΕΕ27 καταγράφουν ποσοστά άνω του 64%. Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στο αντίστοιχο ποσοστό του Βελγίου και της Ισπανίας, ενώ η Δανία εμφανίζεται επίσης αρκετά υψηλά (64%). Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες υποκατηγορίες, οι άνεργοι σε όλες τις χώρες (εκτός από τη Ρουμανία) εκτιμώνται ως περισσότερο ευάλωτοι και με τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Οι συνταξιούχοι
Στην κατηγορία των συνταξιούχων, η Ελλάδα κατατάσσεται σε αρκετά χαμηλή θέση (19η). Όπως έχει αναδειχθεί σε αρκετές μελέτες για την επίδραση του συστήματος κοινωνικής προστασίας στο διαθέσιμο εισόδημα, οι συντάξεις διαδραματίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας του πληθυσμού. Αντίστοιχα, το ποσοστό των συνταξιούχων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού υπολογίζεται στο 15,2%. Ακόμη, το ποσοστό των υπόλοιπων, οικονομικά μη ενεργών ατόμων, υπολογίζεται στο 42,6%. Τα παραπάνω είναι ικανά να επισημάνουν την ανάγκη άμεσων παρεμβάσεων σε πληθυσμιακές κατηγορίες, τα ποσοστά των οποίων εμφανίζονται αυξημένα. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάλυση αποτελεί σημαντικό εργαλείο άσκησης πολιτικής, με στόχο την ενίσχυση του εισοδήματος και την άμβλυνση της ανισότητας μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων.
Τι συνιστά φτώχεια
Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού, το συνολικό ατομικό ισοδύναμο εισόδημα του οποίου είναι χαμηλότερο του 60% του διάμεσου εισοδήματος της χώρας. Από την άλλη, το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε κατάσταση σοβαρής υλικής αποστέρησης υπολογίζεται μέσα από έναν κατάλογο δεκατριών αγαθών και υπηρεσιών, που αφορούν είτε τα νοικοκυριά είτε τα άτομα. Σε περίπτωση που ο πληθυσμός δηλώνει ότι στερείται τουλάχιστον επτά από τα δεκατρία αγαθά ή υπηρεσίες, τότε θεωρείται ότι βρίσκεται σε σοβαρή υλική αποστέρηση. Σε επίπεδο νοικοκυριών, ο κατάλογος δυσκολιών ανταπόκρισης αφορά την: 1) δυσκολία / ευκολία πληρωμής πάγιων λογαριασμών, 2) δυνατότητα πραγματοποίησης μιας εβδομάδας διακοπών, 3) δυνατότητα διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, 4) δυνατότητα να αντεπεξέλθουν σε έκτακτες δαπάνες, 5) δυνατότητα κατοχής και χρήσης Ι.Χ. επιβατηγού αυτοκινήτου και 6) ικανοποιητική δροσιά – θέρμανση κατά τους καλοκαιρινούς και χειμερινούς μήνες, αντίστοιχα. Παράλληλα, σε επίπεδο ατόμων ή μελών νοικοκυριού, οι διαστάσεις της υλικής αποστέρησης αφορούν τη δυνατότητα: 7) πρόσβασης στο διαδίκτυο, 8) ευκολίας αντικατάστασης φθαρμένων ρούχων με καινούργια, 9) κατοχής δύο ζευγαριών υποδημάτων, 10) δαπάνης χρημάτων για τον εαυτό του σε εβδομαδιαία βάση, 11) να συναντά φίλους τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, για έναν καφέ / ποτό /γεύμα στο σπίτι, 12) συμμετοχής σε δραστηριότητες αναψυχής έναντι αντιτίμου, 13) αντικατάστασης επίπλων όταν φθείρονται ή καταστρέφονται.
Τέλος, ο πληθυσμός που ζει σε νοικοκυριά χαμηλής έντασης εργασίας αφορά τα άτομα ηλικίας 0-64, τα οποία δηλώνουν ότι εργάστηκαν λιγότερο από 20% της δυνητικής διάρκειας. Η τελευταία προσδιορίζεται από τη συνήθη απασχόληση κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους και υπολογίζεται ως ο λόγος μεταξύ των μηνών κατά τους οποίους τα μέλη του νοικοκυριού εργάζονταν κατά το προηγούμενο έτος και του αντίστοιχου αριθμού των μηνών που θα μπορούσαν δυνητικά να είχαν εργαστεί κατά την ίδια περίοδο.